- Ανθεμιδης
- Ἀνθεμίδης-ου ὅ (= Ἀνθεμιωνιάδης) сын Антемиона, т.е. Σιμοείσιος Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀνθεμίδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμίδην — Ἀνθεμίδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμίδα — Ἀνθεμίδᾱ , Ἀνθεμίδης masc nom/voc/acc dual Ἀνθεμίδης masc voc sg Ἀνθεμίδᾱ , Ἀνθεμίδης masc gen sg (doric aeolic) Ἀνθεμίδης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμίδας — Ἀνθεμίδᾱς , Ἀνθεμίδης masc acc pl Ἀνθεμίδᾱς , Ἀνθεμίδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)